Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

Ἡ ἱστορία τοῦ Ρέϊκι


Ὁ Μικάο Οὐσούϊ γεννήθηκε στήν Ἰαπωνία στίς 15 Αὐγούστου τοῦ 1865 καί πέθανε ξαφνικά στίς 9 Μαρτίου τοῦ 1926.
Στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα τόν συναντᾶμε νά ζεῖ στό Κυότο. Ἡ παράδοση λέει ὅτι ἦταν χριστιανός καί δίδασκε σέ κάποια θεολογική σχολή. Κάποια στιγμή ἕνας ἀπό τούς μαθητές του τόν ρώτησε πῶς καί, ἀφοῦ ἔχει τόσο μεγάλη πίστη, δέν μπορεῖ νά θεραπεύει κι αὐτός σάν τόν Ἰησοῦ.
Ἡ ἐρώτηση αὐτή χτύπησε σάν κεραυνός τόν δρ. Οὐσούϊ, ὁ ὁποῖος συνειδητοποίησε ὅτι ἡ πίστη του στόν Ἰησοῦ καί τά γραφόμενα τῆς Βίβλου ἦταν τυφλή. Ἀμέσως παραιτήθηκε ἀπό τή θέση του, γιατί ἔνιωσε ὅτι δέν θά μποροῦσε νά συνεχίσει νά διδάσκει πράγματα τῶν ὁποίων τήν ἀλήθεια δέν εἶχε ὁ ἴδιος ἐρευνήσει καί διαπιστώσει.
Στήν ἀρχή σκέφτηκε πώς δέν ἦταν δυνατόν νά βρεῖ ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα πού τόν κατέκλυζαν μένοντας στήν Ἰαπωνία, ἀλλά θά ἦταν καλλίτερο νά ἐπισκεφτεῖ μιά χριστιανική χώρα. Κι ἔτσι διάλεξε τήν Ἀμερική.
Φτάνοντας ἐκεῖ ξεκίνησε νά παρακολουθεῖ μαθήματα, ὅμως διαπίστωσε τελικά ὅτι ἡ Βίβλος ἦταν ἡ ἴδια, δέν ἔμαθε τίποτα περισσότερο ἀπ’ ὅσα ἤδη γνώριζε κι οὔτε λύθηκε ἡ ἀπορία του γιά τήν θεραπευτική μέθοδο τοῦ Ἰησοῦ.
Ἐπέστρεψε πάλι στήν Ἰαπωνία καί ξεκίνησε νά μελετάει Βουδισμό. Πουθενά ὅμως δέν βρῆκε κάτι πού ν’ ἀναφέρεται στή θεραπεία τοῦ σώματος. Κατόπιν συνέχισε μελετώντας τίς ἀρχαῖες Βουδιστικές γραφές. Ἀλλά οὔτε κι ἐκεῖ ἀνακάλυψε κάτι, παρά πού εἶχε μάθει κινέζικα διαβάζοντας τά κείμενα στήν πρωτότυπη γλώσσα πού εἶχαν γραφεῖ.
Κάποια στιγμή σκέφτηκε πώς ὁ Βούδας ἦταν Ἰνδός κι ἔτσι ἄρχισε νά διδάσκεται σανσκριτικά, προκειμένου νά μελετήσεις τούς Βέδδες. Καί, πράγματι, σέ κάποιο παλιό κείμενο βρῆκε μιάν ἀναφορά πού ἔλεγε ὅτι ὁ Βούδας εἶχε γιατρέψει φυματίωση, λέπρα καί τύφλωση χρησιμοποιώντας κάποια σύμβολα, τά ὁποῖα ἦταν ἐκεῖ ζωγραφισμένα. Παρ’ ὅλ’ αὐτά τά σύμβολα δέν λειτουργοῦσαν. Κι ἐκεῖνος δέν γνώριζε κανέναν τρόπο γιά νά τά κάνει νά ἐνεργοποιηθοῦν.
Τότε ἀποφάσισε ν’ ἀνέβει στό ἱερό βουνό Kurama, πού βρισκόταν ἔξω ἀπό τό Κυότο, καί στό ὁποῖο ὑπῆρχαν πολλοί βουδιστικοί ναοί καί μοναστήρια. Εἶχε ἀποφασίσει νά μείνει ἐκεῖ γιά εἴκοσι μία μέρες, νηστεύοντας καί πίνοντας μόνο νερό, νά κάνει διαλογισμό καί νά προσευχηθεῖ.
Φτάνοντας διάλεξε ἕνα ἥσυχο μέρος δίπλα σέ μιά πηγή, κατασκήνωσε μάζεψε εἴκοσι μία πέτρες γιά νά μπορεῖ νά μετράει τήν κάθε μέρα πού περνοῦσε καί κατασκήνωσε.
Τήν εἰκοστή πρώτη μέρα, τό πρωϊνό, τήν ὥρα τοῦ διαλογισμοῦ του ἔνιωσε νά ‘ρχεται κατά πάνω στό μέτωπό του μιά τεράστια μπάλα φωτός. Ἔχασε τίς αἰσθήσεις του καί λιποθύμισε. Ὅταν, κάποια στιγμή, συνῆλθε, εἶδε ὅτι ἦταν περιτριγυρισμένος ἀπό τεράστιες διαφανεῖς μπάλες πού εἶχαν ὅλα τά χρώματα τῆς ἴριδας.
Ἀνάμεσα σ’ αὐτές περιίπταντο καί κάποιες χρυσές, πού πάνω τους ὑπῆρχαν σχηματισμένα τά σύμβολα, πού εἶχε διαβάσει στό κείμενο πού ἀφοροῦσε τίς θεραπεῖες τοῦ Βούδα. Ἐκείνη τή φωτεινή στιγμή ὁ Μικάο Οὐσούϊ ἔλαβε τήν γνώση καί τήν ἀποκωδικοποίηση τῆς χρήσης τους.
Ἀφοῦ συνῆλθε ἄρχισε νά κατεβαίνει τό βουνό, ἐπιστρέφοντας στήν πόλη. Βιαστικός καθώς ἦταν δέν πρόσεξε κάποια πέτρα μπροστά του, μέ ἀποτέλεσμα νά χτυπήσει πάνω της καί νά τραυματιστεῖ στό πόδι. Καθώς τό ἄγγιξε μέ τά χέρια του, διαπίστωσε πώς ὁ πόνος πέρασε ἀμέσως καί τό αἷμα σταμάτησε νά τρέχει.
Συνεχίζοντας τό δρόμο του καί φτάνοντας στούς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, σταμάτησε σέ κάποιο πανδοχεῖο πού βρισκόταν ἐκεῖ, προκειμένου νά φάει. Παρ’ ὅλο πού παράγγειλε πολύ φαγητό (μετά ἀπό τίς τόσες μέρες τῆς νηστείας) καί τό κατανάλωσε ὅλο, δέν ἔπαθε τίποτα.
Ἐν τω μεταξύ παρατήρησε πώς ἡ κόρη τοῦ πανδοχέα, ἡ ὁποία τόν σέρβιρε, εἶχε πρησμένο πρόσωπο κι ὅταν τή ρώτησε τοῦ ἀπάντησε πώς τή βασάνιζε ἕνας φριχτός πονόδοντος. Ὁ δρ. Οὐσούϊ ζήτησε τήν ἄδεια νά τήν ἀγγίξει, καί μόλις ἔβαλε τά χέρια του πάνω της, ὁ πόνος καί τό πρήξιμο ἐξαφανίστηκαν.
Ἄρχισε, μετά κι ἀπό αὐτό, νά συνειδητοποιεῖ τί εἶχε συμβεῖ ἐκεῖνο τό πρωϊνό στό βουνό. Κι ἀποφάσισε νά μή κρατήσει τή γνώση γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά νά τήν προσφέρει σάν δῶρο γιατρεύοντας τούς ἀνθρώπους.
Πῆγε λοιπόν σέ κάποιο ἀπό τά γκέτο τοῦ Κυότο, ὅπου ζοῦσαν ἀπόκληροι τῆς ζωῆς καί ζητιάνοι καί συμφώνησε μέ τόν ἀρχηγό τους νά τούς θεραπεύσει, προκειμένου νά ἐπανενταχτοῦν στήν κοινωνία καί νά βελτιώσουν τίς ζωές τους, καί σάν μοναδικό ἀντάλλαγμα ζήτησε νά τοῦ παρέχουν τροφή καί στέγη μέσα στόν καταυλισμό.
Ἔμεινε ἐκεῖ γιά ἑπτά ὁλόκληρα χρόνια. Καί κοντά στή συμπλήρωση τῆς ἑπταετίας παρατήρησε πώς κάποιοι ἄνθρωποι πού ἔρχονταν γιά βοήθεια τοῦ φαίνονταν γνωστοί. Ρωτώντας τους διαπίστωσε πώς, πράγματι, ἦταν παλιοί τρόφιμοι οἱ ὁποῖοι ξαναεπέστρεψαν, γιατί, τελικά, τούς ἦταν εὐκολότερο νά ζητιανεύουν ἀπό τό νά χτίσουν τή ζωή τους σέ νέες βάσεις δουλεύοντας οἱ ἴδιοι γιά τά πρός τό ζῆν.
Τότε ὁ Μικάο Οὐσούϊ κυριεύτηκε ἀπό ἀπελπισία. Ἔνιωσε πώς ὅλες του οἱ προσπάθειες πῆγαν χαμένες. Καί τότε ἀντιλήφθηκε πώς οἱ Βουδιστές εἶχαν δίκιο ὅταν ἔλεγαν πώς δέν ἔχει καμία ἀξία νά θεραπεύει κάποιος τό σῶμα, ἄν δέν θεραπεύεται, παράλληλα, τό συναίσθημα καί ὁ νοῦς.
Ὁ Μ. Οὐσούϊ ἀπομονώθηκε διαλογιζόμενος καί νηστεύοντας καί ἀποφάσισε νά συμπεριλάβει σάν βασικό καί ἀναπόσπαστο κομμάτι τοῦ συστήματός του φυσικῆς θεραπείας τίς πέντε ἀρχές τοῦ αὐτοκράτορα Μέϊτζι:

Μόνο γιά σήμερα:

Μή θυμώνεις
Μήν ἀνησυχεῖς
Δεῖξε εὐγνωμοσύνη
Εργάσου με ακεραιότητα
Τίμα τούς ἄλλους

Ὁ δρ. Οὐσούϊ συνέχισε νά θεραπεύει καί νά διδάσκει τό ρέϊκι μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἀνάμεσα στούς μαθητές του ἦταν κι ὁ Τσουζίρο Χαγιάσι, ἕνας συνταξιοῦχος ἀξιωματικός τοῦ Ἰαπωνικοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ.
Ὁ Χαγιάσι συνέχισε τήν παράδοση τοῦ ρέϊκι, τηρώντας στό ἀκέραιο τήν παρακαταθήκη πού τοῦ εἶχε ἀφήσει ὁ Μ. Οὐσούϊ πρίν ἀπό τόν θάνατό του.
Ὁ Δρ. Χαγιάσι ἵδρυσε, μάλιστα, μιά κλινική στό Τόκυο, ὅπου μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι νά ἔρχονται γιά θεραπεῖες, ἀλλά καί γιά νά διδαχτοῦν ρέϊκι. Ὑπῆρχαν μάλιστα καί θεραπευτές οἱ ὁποῖοι πήγαιναν σέ σπίτια ἀσθενῶν γιά νά τούς θεραπεύσουν.

Κάποια μέρα τό 1935, μιά πολύ λεπτή καί μικρόσωμη γυναίκα στάθηκε στήν πόρτα τῆς κλινικῆς τοῦ Τσουζίρο Χαγιάσι ζητώντας του βοήθεια γιά νά θεραπευτεῖ. Ἡ γυναίκα αὐτή, εἶχε ἔρθει στήν Ἰαπωνία ἀπό τήν Χαβάη, ὅπου κατοικοῦσε μέ τίς δυό της κόρες, προκειμένου νά χειρουργηθεῖ ὥστε νά τῆς ἀφαιρεθεῖ ἕνας ὄγκος.
Στό νοσοκομεῖο πού εἶχε προηγουμένως εἰσαχθεῖ, αἰσθάνθηκε πώς δέν ὑπῆρχε λόγος νά ἐγχειριστεῖ, διότι ὑπῆρχε κάποιος ἄλλος τρόπος ἀποκατάστασης τῆς ὑγείας της. Ρωτώντας ἔμαθε γιά τό ρέϊκι. Ἡ γυναίκα αὐτή ἦταν ἡ Χαβάγιο Τακάτα.
Παίρνοντας καθημερινά θεραπεῖες ρέϊκι ἡ Χ. Τακάτα διαπίστωσε ὅτι ἔνιωθε ὅλο καί καλλίτερα, ὅτι τά συμπτώματα τῆς ἀσθένειάς της μειώνονταν καί, παράλληλα, ἡ ἐπιθυμία της νά ἀσχοληθεῖ ἡ ἴδια μέ τό ρέϊκι γινόταν ὅλο καί σφοδρότερη.
Ἀφοῦ ἀποθεραπεύτηκε τελείως ζήτησε νά συναντήσει τόν Τσουζ. Χαγιάσι καί τοῦ δήλωσε ὅτι ἐνδιαφερόταν νά μείνει στήν Ἰαπωνία, νά ἐγγραφεῖ καί νά παρακολουθήσει μιά τάξη πρώτου βαθμοῦ.
Πράγματι, διδάχτηκε τό ρέϊκι καί γιά ἕναν χρόνο ἀσκοῦσε καθημερινά τό ρέϊκι στήν κλινική, πολλές φορές, μάλιστα, μετά τό τέλος τῆς ἀπασχόλησής της ἐκεῖ, ὁ ἴδιος ὁ Χαγιάσι τήν ἔστελνε καί σέ σπίτια ἀσθενῶν.
Μέ τή συμπλήρωση τοῦ χρόνου ἡ Χ. Τακάτα ἐπέστρεψε στή Χαβάη συνεχίζοντας ἐκεῖ τή θεραπεία τῶν ἀνθρώπων. Κάποια στιγμή ἀργότερα, τήν ἐπισκέφτηκαν στή Χαβάη ὁ Τς. Χαγιάσι μέ τήν κόρη του κι ἔμειναν μαζί της ἀρκετούς μῆνες, συνεχίζοντας νά τή διδάσκει καί νά τήν ἐκπαιδεύει. Ὥσπου τόν Φεβρουάριο τοῦ 1938 τήν μύησε στό βαθμό τοῦ Δασκάλου καί λίγο καιρό μετά τή μύησή της ὁ Χαγιάσι μέ τήν κόρη του γύρισαν στήν Ἰαπωνία.
Διαισθανόμενος ὅμως ὅτι ἡ πατρίδα του δέν θά ἔμενε γιά πολύ καιρό ἔξω ἀπό τό χορό τοῦ πολέμου καί ἀρνούμενος σάν Δάσκαλος τοῦ Ρέϊκι νά λάβει μέρος, ἄρχισε νά τακτοποιεῖ διάφορες ἐκκρεμότητες στίς ὑποθέσεις του.
Ἐκείνη τήν ἐποχή ἡ Χ. Τακάτα βλέποντας ἕνα παράξενο ὄνειρο πῆρε τό μήνυμα ὅτι ἔπρεπε νά ταξιδέψει στήν Ἰαπωνία καί νά συναντηθεῖ μέ τόν Δάσκαλό της. Πρᾶγμα πού ἔκανε, χωρίς χρονοτριβή.
Ὅταν οἱ δυό τους συναντήθηκαν τῆς ἀποκάλυψε πολλά πράγματα πού ἐπρόκειτο νά συμβοῦν, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό ποιός θά κέρδιζε τόν πόλεμο, τή συμβούλεψε νά μετακομίσει στόν Καναδά μέχρι νά τελειώσει ὁ πόλεμος, προκειμένου νά προστατέψει τόν ἑαυτό της καί τό πολύτιμο δῶρο πού κουβαλοῦσε.
Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε ὅ,τι εἶχε νά κάνει, κάλεσε σπίτι του ὅλη του τήν οἰκογένεια, τούς Δασκάλους τοῦ Ρέϊκι καί τήν Τακάτα, τήν ὁποία ὅρισε καί σάν διάδοχό του. Ὕστερα τούς ἀποχαιρέτησε καί φορώντας τά παραδοσιακά γιαπωνέζικα ροῦχα του, κάθισε σύμφωνα μέ τό Ἰαπωνικό τυπικό καί ἔφυγε ἀπό τό σῶμα του.
Τηρώντας ἀπαρέγκλιτα τίς παρακαταθῆκες πού τῆς ἄφησε, ἡ Χαβάγιο Τακάτα ἄσκησε καί δίδαξε τό ρέϊκι μέ μοναδική ἀφοσίωση σέ ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή της. Ἦταν, μάλιστα, ἐκείνη πού μετέφερε καί διέδωσε τό ρέϊκι στήν Δύση.
Σέ ὅλα τά χρόνια τῆς ἐνασχόλησής της μύησε εἴκοσι ἕναν Δασκάλους Ρέϊκι, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν καί ἡ ἐγγονή της Φύλλις Λέϊ Φουρουμότο.
Ἡ Φύλλις διδάχτηκε τόν πρῶτο βαθμό ἀπό τή γιαγιά της ὅταν ἦταν ἀκόμη μικρό παιδάκι. Στά εἴκοσι ἕπτά της χρόνια μυήθηκε στόν δεύτερο βαθμό. Ἀπό τήν ἄνοιξη τοῦ 1979 ἡ Τακάτα ξεκίνησε νά τήν ἐκπαιδεύει σάν Δασκάλα, ἀφοῦ ἤδη τήν εἶχε μυήσει καί στόν βαθμό.
Κατά τή διάρκεια τῶν μαθημάτων της στό ρέϊκι τό 1980 ἡ Φύλλις πληροφορήθηκε ὅτι ἐπρόκειτο νά διαδεχτεῖ τή γιαγιά της στήν κορυφή τῆς Γενεαλογίας τοῦ ρέϊκι. Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1980 ἡ Τακάτα πέθανε.